- περιμένω
- ΝΜΑ1. μένω, στέκομαι ή κάθομαι κάπου ώσπου να έλθει κάποιος ή κάτι, καρτερώ (α. «θα σέ περιμένω» β. «περιμένω το λεωφορείο» γ. «περιέμενον Τισσαφέρνην οἵ τε Ἕλληνες καὶ ὁ Ἀριαῑος», Ξεν.)2. αναμένω να μού φέρουν ή να μού στείλουν κάτι (α. «περιμένω γράμμα σου» β. «περιμένω την επιταγή μου» γ. «περιμένειν ἐξ ἀγορᾱς ἰχθύδια», Αριστοφ.)3. είμαι βέβαιος ότι θα συμβεί κάτι («σέ είχα προειδοποιήσει ότι αυτά τά περίμενα» β. «οὐ περιμενοῡσιν ἄλλους σφᾱς διολέσαι», Πλάτ.)4. ελπίζω, προσδοκώ («περιμένω βελτίωση τής καταστάσεως»5. αξιώνω, απαιτώ (α. «περιμένω να κάνεις αυτό που σού είπα» β. «περιμένειν σχολάζουσαν φιληκοΐαν», Πλούτ.)νεοελλ.1. φρ. α) «τόν περιμένουμε» — είναι ετοιμοθάνατοςβ) ειρων. «περίμενε!» — μάταια ελπίζεις3. «δεν τό περίμενα!» — ήταν απρόοπτο2. παροιμ. «που περιμένει απ' άλλους, πολύ αργά δειπνάει» — δηλώνει ότι καθένας πρέπει να στηρίζεται στις δυνάμεις του.
Dictionary of Greek. 2013.